αδελφομιξία

αδελφομιξία
η (Μ ἀδελφομιξία)
συνουσία ή γάμος ανάμεσα σε αδελφό και αδελφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + μῖξις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδελφομιξία — ἀδελφομιξίᾱ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem nom/voc/acc dual ἀδελφομιξίᾱ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφομιξίας — ἀδελφομιξίᾱς , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem acc pl ἀδελφομιξίᾱς , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφομιξίαι — ἀδελφομιξίᾱͅ , ἀδελφομιξία marriage of brother and sister fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • братосъмѣшениѥ — БРАТОСЪМѢШЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Кровосмешение: братосъмѣшениѥ. оубиицѩ лѣто исповѣстьсѩ (ἀδελφομιξία) КЕ XII, 195а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδελφομίκτης — και αδελφομείκτης, ο αυτός που εχει διαπράξει αδελφομιξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μ(ε)ιγνύω, μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”